- διαπράττονται
- διαπράσσωpass overpres ind mp 3rd pl (attic)διαπρά̱ττονται , διαπράσσωpass overpres ind mp 3rd pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
Αεροδικείο — Στρατιωτικό δικαστήριο που εκδικάζει τα κακουργήματα και πλημμελήματα όσων ανήκουν στις αεροπορικές ένοπλες δυνάμεις. Έδρα του είναι η Αθήνα και η δικαιοδοσία του εκτείνεται σε όλη την επικράτεια. Τo α. εκδικάζει πάντοτε αξιόποινες πράξεις και… … Dictionary of Greek
διατάραξη — η (AM διατάραξις) 1. διαταραχή, διασάλευση νεοελλ. 1. αστρον. κάθε μεταβολή τών στοιχείων τής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που κινείται γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη ενός ή περισσότερων άλλων σωμάτων 2. γεωλ. η αλλαγή … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
προαίρεση — η / προαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] 1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.) 2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από … Dictionary of Greek
στατιστικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με την μεθοδική συλλογή, κατάταξη και ερμηνεία τών φαινομένων τού φυσικού κόσμου ή διαφόρων εκδηλώσεων τού κοινωνικού βίου («στατιστική μελέτη») 2. το αρσ. ως ουσ. ο στατιστικός επιστήμονας ειδικευμένος στη στατιστική 3. το… … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
αιγιαλίτιδα ζώνη — Η θαλάσσια περιοχή που ξεκινά από την ξηρά και μπορεί να εκτείνεται μέσα στη θάλασσα σε απόσταση έως και δώδεκα ναυτικών μιλίων. Σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, εντός αυτής της ζώνης τα παράκτια κράτη ασκούν πλήρη κυριαρχία. Η ύπαρξη της α.ζ … Dictionary of Greek